κυρήβια

κυρήβια
κυρήβια, -ίων
Grammatical information: n. pl.
Meaning: `husks, bran' (Crat., Hp., Ar.)
Derivatives: κυρηβιο-πώλης m. `seller of clay' (Hp., Ar., Epikur.). Κυρηβίων, -ίωνος m. surname (D., Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation and origin both unknown. Fur. 271 connects Hitt. kurimpa- `rest, dregs', but I see little reaon for it. The word looks Pre-Greek. - On κυρηβάζω etc. s. κυρίττω.
Page in Frisk: 2,53

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυρήβια — κυρήβια, ίων, τὰ (Α) 1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια 2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κυρήβια — husks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρήβι' — κυρήβια , κυρήβια husks neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίοις — κυρήβια husks neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίοισι — κυρήβια husks neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβίων — κυρήβια husks neut gen pl κυρηβίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρηβιοπώλης — κυρηβιοπώλης, ὁ (Α) [κυρήβια] αυτός που πουλά κυρήβια* («κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Κυρηβίων — Κυρηβίων, ωνος, ὁ (Α) [κυρήβια] προσωνυμία τού Επικράτους («κυριβίων δ ἐπεκαλεῑτο Ἐπικράτης ό Aἰσχίνου τοῡ ῤήτορος κηδεστής», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”